- ρωσ(σ)ικός
- η , ό русский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στώμιξ — ικος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ξύλινη δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα στητού ἵστημι*, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηεντισμό ω (βλ. λ. στοά), έρρινο ένθημα μ (πρβλ. στημων, σταμίν) και επίθημα ιξ (πρβλ. ρωσ. stam ik)] … Dictionary of Greek
κόλλιξ — κόλλιξ, ικος, ὁ (Α) 1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.) 2. χάπι, καταπότιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»] … Dictionary of Greek